- καίοντας
- καίωkindlepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
καίγομαι — 1 → δες καίω 2 κάηκα, καμένος βλ. πίν. 162 Σημειώσεις: καίω, καίγομαι : σπάνια απαντάται η κλίση καίεις, καίο(υ)με, καίετε κτλ. και καίομαι, καίεσαι κτλ. Π.χ. Καίοντας με ξερό θυμάρι τους ανέμους (Ελύτης, σελ. 33) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καίω — καίω, έκαψα βλ. πίν. 161 Σημειώσεις: καίω, καίγομαι : σπάνια απαντάται η κλίση καίεις, καίο(υ)με, καίετε κτλ. και καίομαι, καίεσαι κτλ. Π.χ. Καίοντας με ξερό θυμάρι τους ανέμους (Ελύτης, σελ. 33) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής